- λογοθεραπεία
- Θεραπεία που αποσκοπεί να βοηθήσει ανθρώπους να ξεπεράσουν προβλήματα μέσω της προφορικής επικοινωνίας. Στα χέρια ειδικευμένων επιστημόνων αποδεικνύεται χρήσιμη σε ποικιλία περιπτώσεων, από τις ελαφρύτερες, όπως είναι τα προβλήματα άρθρωσης, μέχρι τις περιπτώσεις τραυλισμού, και ακόμη περισσότερο στα προβλήματα ομιλίας που οφείλονται σε εγκεφαλική παράλυση και σε βαρηκοΐα ή σε κώφωση.
Ως λ. περιγράφεται και η θεωρία που διατυπώθηκε από τον Αυστριακό ψυχοθεραπευτή Βίκτορ Φρανκλ (1905-1997) για την ανάγκη που ενυπάρχει σε κάθε άνθρωπο να βρει νόημα στη ζωή του.
* * *η1. ψυχοθεραπευτική μέθοδος κατά την οποία δίνεται ιδιαίτερη σημασία στην πνευματική ζωή τού ασθενούς, κατά κανόνα νευρωσικού ατόμου, με τη χρησιμοποίηση τής υποβολής, τής προτροπής, τής λογικής και τής πειθούς εκ μέρους τού θεραπευτή ιατρού2. η λογοπεδική.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. logotherapy < logo- (< λόγος) + therapy (< θεραπεία)].
Dictionary of Greek. 2013.